ὑπευνηθεῖσα

ὑπευνηθεῖσα
ὑπευνάομαι
in wedlock with
aor part mp fem nom/voc sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπευνώμαι — άομαι, Α 1. (για γυναίκα) ξαπλώνω κάτω από κάποιον, κοιμάμαι με κάποιον, συνευρίσκομαι, («ὑπευνασθεῑσ Ὑπερίονος ἐν φιλότητι», Ησίοδ.) 2. (για θηλυκό πουλί) κάθομαι από πάνω, προστατεύω («ὀρταλὶς νεοσσοῑς ὑπευνηθείσα», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) + …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”